δίκελλα

δίκελλα
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 288 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλεξανδρουπόλεως του νομού Έβρου. Βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική ακτή του νομού, 19 χλμ. Δ της πόλης της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλεξανδρουπόλεως.
* * *
και δικέλλα, η και δικέλλι, το (AM δίκελλα, η
Μ και δικέλλιον και δικέλλιν, το)
αξίνα με διχαλωτή τη μια άκρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τής τεχνικής ορολογίας, αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό το δι (σ)- που εκφράζει τη σημασία «δύο», β' συνθετικό πιθ. τη ρίζα *kel- «κτυπώ, λαξεύω» (πρβλ. κελεΐς, σκάλλω) και επίθημα -ya (πρβλ. μάκελλα). Η σύνδεση τής λ. με το δικείν δεν θεωρείται αξιόπιστη. Ο μσν. τ. δικέλλιον είναι υποκοριστικό τού αρχ. δίκελλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δίκελλα — two pronged fork fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικέλλα — η εργαλείο με το οποίο σκάβουν και αναποδογυρίζουν το χώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικέλλας — δικέλλᾱς , δίκελλα two pronged fork fem acc pl δικέλλᾱς , δίκελλα two pronged fork fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκελλ' — δίκελλα , δίκελλα two pronged fork fem nom/voc sg δίκελλαι , δίκελλα two pronged fork fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικελλῶν — δίκελλα two pronged fork fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικέλλαις — δίκελλα two pronged fork fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικέλλης — δίκελλα two pronged fork fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικέλλῃ — δίκελλα two pronged fork fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκελλαι — δίκελλα two pronged fork fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκελλαν — δίκελλα two pronged fork fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”